- αλαμπαδηφόρητος
- -η, -οαυτός που γιορτάζεται χωρίς λαμπαδηφορία: Εκείνη τη χρονιά η εθνική γιορτή γιορτάστηκε αλαμπαδηφόρητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλαμπαδηφόρητος — η, ο [λαμπαδηφορώ] αυτός που τελείται ή γιορτάζεται χωρίς λαμπαδηφορία, χωρίς αναμμένες λαμπάδες … Dictionary of Greek